- παλεύει
- παλεύωact as decoy-birdspres ind mp 2nd sgπαλεύωact as decoy-birdspres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγριόχοιρος — Αρτιοδάκτυλο, όχι μηρυκαστικό, της υπόταξης των συομόρφων. Ο α. ο κοινός,το πιο συνηθισμένο είδος, ζει στα δάση της Ευρώπης (στην Ελλάδα συναντάται σε Θράκη, Μακεδονία, Ήπειρο, Θεσσαλία και σπανιότερα στη Στερεά), σε ένα τμήμα της Ασίας (μέχρι… … Dictionary of Greek
αελλομάχος — ἀελλομάχος, ον (Μ) αυτός που μάχεται, που παλεύει με τη θύελλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄελλα + μάχος < μάχομαι] … Dictionary of Greek
ακροχειρισμός — ἀκροχειρισμός, ο (Α) [ἀκροχειρίζω] το να παλεύει κανείς με τα χέρια του και όχι να συμπλέκεται με ολόκληρο το σώμα του … Dictionary of Greek
ακροχειριστής — ἀκροχειριστής, ο (Α) [ἀκροχειρίζω] αυτός που παλεύει χρησιμοποιώντας τα χέρια του … Dictionary of Greek
αντίπαλος — η, ο (AM ἀντίπαλος, ον) [αντι + παλος < πάλη] 1. αυτός που παλεύει, αγωνίζεται εναντίον κάποιου 2. εκείνος που συναγωνίζεται, αμιλλάται με κάποιον 3. ως ουσ. α) ο ανταγωνιστής 6) ο εχθρός αρχ. 1. ο ισόπαλος, ο σχεδόν ίσος στη δύναμη 2. ο… … Dictionary of Greek
ασπαίρω — ἀσπαίρω (Α) 1. σπαρταρώ 2. αντιστέκομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ασπαίρω, όπως εξάλλου και το σημασιολογικά παράλληλο, αλλά μτγν. και πολύ πιο σπάνιο σπαίρω, συνδέεται με το λιθ. spiriu «χτυπώ με τα πόδια, κλοτσώ» Το αρχικό α τού ρ. είναι υστερογενές… … Dictionary of Greek
βιοπαλαιστής — ο (θηλ. στρια, η) αυτός που παλεύει, που αγωνίζεται για ν αποκτήσει τα απαραίτητα για τη ζωή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + παλαιστής. Η λ. στον πληθ., βιοπαλαισταί, οι, μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
θάνατος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση του θανάτου. Σύμφωνα με τον Ησίοδο ήταν γιος του Ερέβους και της Νύχτας και αδελφός του Ύπνου. Ο ίδιος αναφέρει ότι ο Θ. κατοικούσε στον Τάρταρο, είχε σιδερένια καρδιά και ήταν ανελέητος και σκληρός με τους… … Dictionary of Greek
θηριομάχης — θηριομάχης, ὁ (Α) αυτός που παλεύει με θηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + μάχης (< μάχη), πρβλ. πεζο μάχης, φαλαγγο μάχης] … Dictionary of Greek
θηριομάχος — ο (Α θηριομάχος) αυτός που παλεύει με άγρια θηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + μαχος (< μάχομαι), πρβλ. μονο μάχος, πρό μαχος] … Dictionary of Greek